γουδί

γουδί
το
σκεύος που χρησιμεύει για κοπάνισμα: Πολτοποίησα το σκόρδο στο γουδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γουδί — Συνοικία της Αθήνας, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Η περιοχή συνδέεται ιστορικά με το κίνημα που πραγματοποίησαν αξιωματικοί της φρουράς της Αθήνας και του ναυτικού, μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στις …   Dictionary of Greek

  • Алфонсатос-Типалдос, Константинос — Константинос Алфонсатос Типалдос Κωνσταντίνος Αλφονσάτος Τυπάλδος Род деятельности: вице адмирал Дата рождения: 1873 год(1873) …   Википедия

  • πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Aufstand von Goudi — Der Aufstand von Goudi, zeitgenössisches Plakat Als Aufstand von Goudi (griechisch  επανάσταση στο Γουδί ) oder Bewegung von Goudi (griechisch κίνημα στο Γουδί) wird ein von griechischen Offizieren initiierter Aufstand im August 1909… …   Deutsch Wikipedia

  • Гуди (район Афин) — …   Википедия

  • γουδοχέρι — και γουδόχερο, το 1. κόπανος τού γουδιού 2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» τα ίδια και τα ίδια β. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» λέγεται γι αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια …   Dictionary of Greek

  • θυεία — και ιων. τ. θυείη και μτγν τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος] 1. γουδί («θυία οστρακίνη» ιατρικό γουδί) 2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος* 3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή… …   Dictionary of Greek

  • ιγδίον — τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν) το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσ. ιγδίς*. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί*] …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”